κανδηλανάπτης

κανδηλανάπτης
ο
καντηλανάφτης*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καντηλανάφτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανάπτης — ἀνάπτης, ο (Α) αυτός που παροτρύνει για επανάσταση, ο ταραξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπτω. ΣΥΝΘ. νεοελλ. κανδηλανάπτης] …   Dictionary of Greek

  • καντηλανάφτης — και κανδηλανάπτης, ο, θηλ. καντηλανάφτισσα νεωκόρος, αυτός που φροντίζει για τον καθαρισμό και τον στολισμό τού ναού με κύριο έργο να ανάβει τα καντήλια και τους πολυελαίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καντήλι + ανάβω κατά τα δραστικά ονόματα σε της] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”